ξυλοδαρμός

ξυλοδαρμός
ο
το ξυλοφόρτωμα, το ξύλισμα κάποιου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλληλοδαρμός — ο το να δέρνει ο ένας τον άλλο, ο αμοιβαίος ξυλοδαρμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δαρμός (< δέρω «δέρνω»)] …   Dictionary of Greek

  • βρομόξυλο — το 1. πολύ δυνατό ξύλο, βίαιος ξυλοδαρμός 2. ονομασία του φυτού ανάγυρος …   Dictionary of Greek

  • κουτούπωμα — το [κουτουπώνω] 1. επίθεση εναντίον κάποιου, κακοποίηση, ξυλοδαρμός 2. βίαιη ερωτική επίθεση και εκτέλεση τής γενετήσιας πράξης …   Dictionary of Greek

  • μπερντάχι — και μπερτάχι και μπερντάκι και μπερτάκι και περντάχι, το 1. ξύρισμα με αντίστροφη φορά, κόντρα 2. ξυλοδαρμός, ξυλοκόπημα 3. δριμεία επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. perdah] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκόπημα — το άγριος ξυλοδαρμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλοκοπώ. Η λ., στον πληθ. ξυλοκοπήματα, μαρτυρείται από το 1811 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • παραγούλιασμα — το [παραγουλιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγουλιάζω 2. μτφ. άγριο ξυλοκόπημα, ξυλοδαρμός …   Dictionary of Greek

  • σπάσμα — το, ΝΜΑ [σπάω / σπώ] σπασμωδική κίνηση, σύσπαση νεοελλ. σύσπαση, σπασμός μσν. το σπάσιμο στο ξύλο, ο ξυλοδαρμός («πριν ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ σπάσμα», Πρόδρ.) αρχ. 1. διάρρηξη μυϊκών ινών 2. κομμάτι που έχει αποσπαστεί από κάπου,… …   Dictionary of Greek

  • σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”